- πεπαιδευμένως
- παιδεύωbring upperf part mp masc acc pl (doric)πεπαιδευμένωςin a well-bred mannerindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
наказанѣ — (1*) нар. Рассудительно: трудисѧ... несмысленѣ же ли ѹбо и наказанѣ и без бѣды. (πεπαιδευμένως) ГБ XIV, 156г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
πεπαιδευμένος — η, ο βλ. παιδεύω. Επιρ. πεπαιδευμένως Α με τρόπο που αρμόζει σε μορφωμένο άνθρωπο, κοσμίως … Dictionary of Greek